ὅσπερ — ὅς , ὅς yas masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅπερ — ὅσπερ the very man who neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπερ — (I) ἅπερ (AM) 1. ουδ. πληθ. της αντων. ὅσπερ 2. (ως επίρρ.) σαν, ώσπερ. (II) ᾇπερ (δωρ. τ.) (Α) ᾕπερ, ώσπερ … Dictionary of Greek
απερεί — ἁπερεί επίρρ. (Α) βλ. ωσπερεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < άπερ (πληθ. ουδ. της αναφ. αντων. όσπερ, ήπερ, όπερ) + ει (υποθ. σύνδ.)] … Dictionary of Greek
οίοπερ — οἷοπερ (Α) (επικ. τ. τής γεν. τής αντων.) βλ. ὅσπερ … Dictionary of Greek
οικεύς — οἰκεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α) 1. αυτός που ζει μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, ο άνθρωπος τού σπιτιού («μὴ φίλους οἰκῆας ἐγείροι», Ομ. Ιλ.) 2. υπηρέτης, δούλος, οικέτης* («οἰκεύς τις ὅσπερ ἵκετ ἐκσωθεὶς μόνος» … Dictionary of Greek
περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
όπερ — (Α ὅπερ) βλ. όσπερ … Dictionary of Greek